- αντιστοιχώ
- -ησα, είμαι παράλληλης αξίας με κάποιον άλλο, αναλογώ, ισοδυναμώ: Στην ώρα αντιστοιχούν εξήντα πρώτα λεπτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιστοιχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αντιστοιχίζω – αντιστοιχώ : οι έννοιες των δύο ρημάτων δεν ταυτίζονται. Το αντιστοιχίζω σημαίνει θέτω σε αντιστοιχία κάτι με άλλο, ενώ το αντιστοιχώ αναλογώ, ισοδυναμώ με κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιστοιχώ — (Α ἀντιστοιχῶ, έω) [αντίστοιχος] νεοελλ. 1. είμαι αντίστοιχος, συμμετρικά τοποθετημένος έναντι άλλου 2. ισοδυναμώ, εξομοιώνομαι, αναλογώ προς κάποιον αρχ. 1. στέκομαι απέναντι σε κάποιον αποτελώντας με αυτόν ζεύγος 2. χορεύω με κάποιον αντικρυστά … Dictionary of Greek
ἀντιστοιχῶ — ἀντιστοιχέω stand opposite in rows pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιστοιχέω stand opposite in rows pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀντιστοιχέω stand opposite in rows pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιστοιχέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστοίχῳ — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστοιχίζω — αντιστοιχίζω, αντιστοίχισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αντιστοιχίζω – αντιστοιχώ : οι έννοιες των δύο ρημάτων δεν ταυτίζονται. Το αντιστοιχίζω σημαίνει θέτω σε αντιστοιχία κάτι με άλλο, ενώ το αντιστοιχώ αναλογώ, ισοδυναμώ με κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… … Dictionary of Greek
αντιπαράκειμαι — ἀντιπαράκειμαι (Α) 1. κείμαι, είμαι τοποθετημένος ακριβώς απέναντι 2. (Γραμμ.) αντιστοιχώ … Dictionary of Greek
αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… … Dictionary of Greek
ισοδυναμώ — (ΑΜ ἰσοδυναμῶ, έω) [ισοδύναμος] είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῑ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
ισοζυγώ — (Α ἰσοζυγῶ, έω) [ισόζυγος] κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω νεοελλ. έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο 2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο … Dictionary of Greek